- πολύ-πτερος
πολύ-πτερος, vielfederig, Arist. H. A. 1, 1 partt. an. 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-πτερος, vielfederig, Arist. H. A. 1, 1 partt. an. 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκύπτερος — η, ο / ὠκύπτερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πετά γρήγορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκύπτερα τα μακριά φτερά τών πτερύγων, με τα οποία αυξάνεται η ταχύτητα τής πτήσης αρχ. μτφ. (για πλοίο) ταχύπλοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πτερος (<… … Dictionary of Greek
πολύπτερος — η, ο / πολύπτερος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά φτερά νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύπτερος ζωολ. γένος πρωτόγονων οστεϊοχθύων τής οικογένειας polypteridae. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτερος (< πτερόν). Ο νεοελλ. τ. ως επιστημονικός όρος είναι… … Dictionary of Greek
θυσανόπτερα — (thysanopterα). Έντομα με μέγεθος που δεν ξεπερνά το 1 χιλιοστό. Τα έντομα αυτά έχουν μυζητικό στόμα, πολύ στενά φτερά και ατελείς μεταμορφώσεις. Ζουν στα φύλλα των φυτών τα οποία απομυζούν. Πολλά από αυτά είναι παράσιτα φυτών, και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
περκνόπτερος — (percnopterus). Είδος μικρού γύπα, της οικογένειας των Γυπιδών, που έχει λευκό πτέρωμα, με μελανά μερικά φτερά του. Το κεφάλι του είναι γυμνό και κίτρινο. Ο π. ζει στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τμήμα της Ασίας. Τρέφεται με πτώματα και… … Dictionary of Greek