- πολύ-προικος
πολύ-προικος, reichlich ausgestattet, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-προικος, reichlich ausgestattet, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπροικη — η / πολύπροικος, ον, ΝΜΑ (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλή προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + προικος (< προίξ, προικός), πρβλ. ά προικος, επί προικος] … Dictionary of Greek
ισόπροικος — ἰσόπροικος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπροικον γαμήλιο δώρο τού γαμπρού προς τη νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + προικος (< προιξ, κός), πρβλ. ά προικος, πολύ προικος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
αντίπροικα — ἀντίπροικα επίρρ. (Α) σχεδόν δωρεάν, πολύ φθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + επίρρ. προίκα, αιτ. του ουσ. προιξ, προικός «δωρεάν»] … Dictionary of Greek