πολύ-πρεμνος

πολύ-πρεμνος

πολύ-πρεμνος, mit vielen Baumstämmen, Ap. Rh. 5, 161.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίπρεπνος — καλλίπρεπνος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίο κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καλλίπρεπνος με αφομοίωση αντί *καλλί πρεμνος < καλλ(ι) * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. πολύ πρεμνος, τανύ πρεμνος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπρεμνος — μονόπρεμνος, ον (Μ) αυτός που έχει μόνο μία ρίζα ή ένα θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πρέμνος «ρίζα, κορμός» (πρβλ. κατά πρεμνος, πολύ πρεμνος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύπρεμνος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς κορμούς δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. εύ πρεμνος] …   Dictionary of Greek

  • βραχύπρεμνος — η, ο με πολύ κοντό κορμό, με διακλαδώσεις σχεδόν αμέσως πάνω απ΄ το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πρεμνος < πρέμνον «το κατώτατο μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα» (πρβλ. αυτόπρεμνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”