- πλοϊκός
πλοϊκός, = Folgdm, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλοϊκός, = Folgdm, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλοϊκός — ή, ό / πλοϊκός, ή, όν, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου 2. φρ. «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη διάρκεια τής νυκτερινής πορείας του ένα πλοίο στον πρωραίο ιστό,… … Dictionary of Greek
πλοικόν — πλοικός masc acc sg πλοικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοική — πλοικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοικῶς — πλοικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπλοϊκός — ή, όν, Α φρ. «φιλίαι συμπλοϊκαί» οι φιλικές σχέσεις μεταξύ τών ναυτικών που ανήκουν στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλοϊκός (< πλόος / πλοῦς)] … Dictionary of Greek