πλοχμός

πλοχμός

πλοχμός, , wie πλόκαμος, geflochtenes Haar, Locke, gew. im plur., Il. 17, 52 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 677.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλοχμός — locks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμός — oῡ, ὁ, Α 1. πλόκαμος, πλεξίδα 2. (ειδικά) το πλοκάμι τού χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλοκ σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ τού πλέκω + επίθημα * smo , με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ (πρβλ. ιω χμός, ρω χμός)] …   Dictionary of Greek

  • πλοχμοῖς — πλοχμός locks masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῖσι — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῖσιν — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοί — πλοχμός locks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῦ — πλοχμός locks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμούς — πλοχμός locks masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμῷ — πλοχμός locks masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμόν — πλοχμός locks masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”