πολυ-ώροφος

πολυ-ώροφος

πολυ-ώροφος, mit vielen Decken, Stockwerken, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομώροφος — ὁμώροφος, ον (Α) συγκάτοικος, σύνοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ ώροφος. Το ω τού τ. (αντί όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πολυώροφος — η, ο / πολυώροφος, ον, ΝΜΑ (για οικοδόμημα) αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα νεοελλ. (για πύραυλο φορέα) αυτός που αποτελείται από αλλεπάλληλα τμήματα τα οποία αποχωρίζονται διαδοχικά από το κύριο σώμα αφού εξαντλήσει το καθένα τα… …   Dictionary of Greek

  • υπώροφος — η, ο / ὑπώροφος, ον, ΝΜΑ στεγασμένος αρχ. φρ. α) «ὑπώροφος οικία» (στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.) β) «ὑπώροφος βοή» ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος τού καλαμένιου αυλού (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώροφος (< ὄροφος) …   Dictionary of Greek

  • μονώροφος — η, ο (Μ μονώροφος, ον) αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + όροφος (πρβλ. πολυ ώροφος). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”