- πολυ-βῶλαξ
πολυ-βῶλαξ, ακος, = Folgendem, Stasin. bei Ath. VIII, 334 b, ἤπειρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βῶλαξ, ακος, = Folgendem, Stasin. bei Ath. VIII, 334 b, ἤπειρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
εριβώλαξ — ἐριβώλαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλους βώλους χώματος (για εύφορη γη) 2. πολύ εύφορος, γόνιμος («ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βοτιανείρῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βώλαξ «όγκος χώματος»] … Dictionary of Greek