- πολυ-έψητος
πολυ-έψητος, sehr gekocht, Schol. Nic. Al. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-έψητος, sehr gekocht, Schol. Nic. Al. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυέψητος — ον, Α καλοψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑψητός, ρηματ. επίθ. τού ἕψω (πρβλ. ευ έψητος)] … Dictionary of Greek