πολυ-έτηρος

πολυ-έτηρος

πολυ-έτηρος, = πολυετής, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυέτηρος — και επικ. τ. πουλυέτηρος ον, Α ο πολυετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + έτηρος (< ἔτος), πρβλ. τρι έτηρος] …   Dictionary of Greek

  • τριέτηρος — ον, Α 1. τριετής 2. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έτηρος (< ἔτος), πρβλ. πολυ έτηρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”