πολυ-έργαστος

πολυ-έργαστος

πολυ-έργαστος, = πολύεργος, Schol. Nic. Al. 178.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυέργαστος — ον, Α πολύεργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + έργαστος (< ἐργάζομαι), πρβλ. ημι έργαστος] …   Dictionary of Greek

  • ευκατέργαστος — η, ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.) αρχ. 1. (για τροφές) εύπεπτος 2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα 3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”