πολυ-έραστος

πολυ-έραστος

πολυ-έραστος, vielgeliebt; Xen. Ages. 6, 8; Poll.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρισέραστος — ον, Μ πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾱσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυ έραστος] …   Dictionary of Greek

  • πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”