πολυ-άκανθος

πολυ-άκανθος

πολυ-άκανθος, mit vielen Dornen, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυάκανθος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάκανθον είδος φυτού με αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄκανθος (πρβλ. λευκ άκανθος, μον άκανθος)] …   Dictionary of Greek

  • λευκαγκαθιά — η (Α λευκάκανθα και λευκάκανθος) ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους τού γένους ράμνος αρχ. είδος κνίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄκανθα / ἄκανθος «φυτό με αγκάθια» (πρβλ. πυρ άκανθα / πολυ άκανθος)] …   Dictionary of Greek

  • Βρασίδας — (; – Αμφίπολη 421 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 421 π.Χ.). Η δράση του αναφέρεται κυρίως σε παράτολμες επιχειρήσεις εναντίον των Αθηναίων· στη Μεθώνη το 431, στην Πύλο το 425, όπου σε μια πολεμική …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”