- πολυ-άγκιστρον
πολυ-άγκιστρον, τό, eine Fischerangel mit vielen Widerhaken; Arist. H. A. 4, 7; Plut. de invidia et odio 1 sagt ὥςπερ πολ. ἡ κακία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-άγκιστρον, τό, eine Fischerangel mit vielen Widerhaken; Arist. H. A. 4, 7; Plut. de invidia et odio 1 sagt ὥςπερ πολ. ἡ κακία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυάγκιστρος — η, ο / πολυάγκιστρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά άγκιστρα 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάγκιστρο(ν) αλιευτικό όργανο που έχει πολλά αγκίστρια για ψάρια επιφάνειας («ἁλίσκονται δέ... πολυαγκίστροις ἐν ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… … Dictionary of Greek