- πολυ-άνωρ
πολυ-άνωρ, ορος, poet. = πολύανδρος; Eur. I. T. 1281; Ar. Av. 1313; Aesch. Ag. 62 auch γυνή, die viele Ehemänner hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-άνωρ, ορος, poet. = πολύανδρος; Eur. I. T. 1281; Ar. Av. 1313; Aesch. Ag. 62 auch γυνή, die viele Ehemänner hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπεσάνωρ — ή λιπεσήνωρ ορος, ἡ (Α) (για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ παρεκτεταμένη μορφή τού λιπ(ο) * + ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσ άνωρ, πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek
πολυάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής 2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα 3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία β) «γυνή πολυάνωρ» γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τριάνωρ — ορος, ἡ, Α (για την Ελένη) αυτή που παντρεύτηκε τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek
ψευδάνωρ — ορος, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που θεωρείται άνδρας χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek
μεγάνωρ — μεγάνωρ, ορος, ὁ και ἡ (Α) μεγαλήνωρ,* αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἀνήρ (πρβλ. πολυ άνωρ)] … Dictionary of Greek