- πολυ-άντυξ
πολυ-άντυξ, ὁ, ἡ, viele Rundungen habend, Paul. Sil. Amb. 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-άντυξ, ὁ, ἡ, viele Rundungen habend, Paul. Sil. Amb. 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πολλές περιφέρειες, πολλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄντυξ, υγος (πρβλ. ευ άντυξ, λευκ άντυξ)] … Dictionary of Greek
τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… … Dictionary of Greek