- πολυ-ηλάκατος
πολυ-ηλάκατος, reich an Rohr, ποταμός, Aesch, bei Schol. Il. 16, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ηλάκατος, reich an Rohr, ποταμός, Aesch, bei Schol. Il. 16, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυηλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για ποτάμι) αυτός που έχει πολλά καλάμια, κατάφυτος με καλάμια, καλαμώδης («πολυηλάκατοι ποταμοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἠλακάτη «ρόκα» (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] … Dictionary of Greek