- πολυ-θλιβής
πολυ-θλιβής, ές, viel gedrückt, Nonn. D. 2, 492.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θλιβής, ές, viel gedrückt, Nonn. D. 2, 492.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθλιβής — ές και πολύθλιβος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πιέζεται πολύ 2. μτφ. πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θλιβής/ θλιβος (< θλίβω «πιέζω»), πρβλ. α θλιβής/ά θλιβος] … Dictionary of Greek
νεοθλιβής — νεοθλιβής, ές (Α) (για σταφύλια) αυτός που έχει υποστεί σύνθλιψη στον ληνό πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θλιβής (< θλίβω), πρβλ. πολυ θλιβής] … Dictionary of Greek
περιθλιβής — ές, Α βαθύτατα θλιμμένος, πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θλιβής (< θλίβω)] … Dictionary of Greek