πολυ-θρέμματος

πολυ-θρέμματος

πολυ-θρέμματος, viel ernährend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυθρέμματος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει άφθονα βοσκήματα, αυτός που τρέφει πολλά ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεμματος (< θ. θρεπ τού ἔθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. φιλο θρέμματος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοθρέμματος — ον, Α φιλοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρέμματος (< θρέμμα, ατος), πρβλ. πολυ θρέμματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”