- πολυ-θρέμμων
πολυ-θρέμμων, ονος, = Vorigem, Νεῖλος, Aesch. Pers. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θρέμμων, ονος, = Vorigem, Νεῖλος, Aesch. Pers. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοθρέμμων — ζωοθρέμμων, ον, θηλ. και ζωοθρέπτειρα (Μ) 1. αυτός που τρέφει ζώα 2. το θηλ. ἡ ζῳοθρέπτειρα (ως επίθ. τής γης) αυτή που τρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + θρεμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτο θρέμμων, πολυ θρέμμων] … Dictionary of Greek
πολυθρέμμων — ον, Α αυτός που τρέφει πολλούς («ἄλλους δ ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεμμων (< θ. θρεπ τού ἔθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. βιο θρέμμων] … Dictionary of Greek