- πολυ-δῑνής
πολυ-δῑνής, ές, mit vielen Wirbeln, Opp. Hal. 4, 585 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-δῑνής, ές, mit vielen Wirbeln, Opp. Hal. 4, 585 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδινής — ές, ΜΑ αυτός που στροβιλίζεται πολύ, που κάνει πολλές στροφές («ἑλισσομένη κεφαλὴ πολυδινέϊ παλμῷ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δινης (< δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω), πρβλ. ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
εριδινής — ἐριδινής, ές (Α) αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτατικό μόριο) + δινής (< δίνος «περιστροφή»] … Dictionary of Greek