- πολυ-δήνης
πολυ-δήνης, ες, = πολύβουλος, πολύμητις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-δήνης, ες, = πολύβουλος, πολύμητις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδήνης — ες, Α πολύβουλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆνος, τὸ, «συμβουλή» (πρβλ. κακο δήνης)] … Dictionary of Greek