- πολυ-μίαρος
πολυ-μίαρος, verstärktes simplex, E. G. 533, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μίαρος, verstärktes simplex, E. G. 533, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμίαρος — ον, Α πολύ μιαρός, πολύ βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιαρός «βρόμικος, μολυσμένος» (πρβλ. παμ μίαρος)] … Dictionary of Greek
παμμίαρος — ο (ΑΜ παμμίαρος, ον) παρά πολύ μιαρός, μιαρότατος, αχρειότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μιαρός] … Dictionary of Greek
μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… … Dictionary of Greek
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek