- πολυ-μέλαθρος
πολυ-μέλαθρος, poet. πουλυμ., mit vielen Gemächern, Callim. H. 3, 225; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μέλαθρος, poet. πουλυμ., mit vielen Gemächern, Callim. H. 3, 225; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμέλαθρος — και επικ. τ. πουλυμέλαθρος, ον, Α (για θεότητα) αυτός που έχει πολλά μέλαθρα, προς τιμήν τού οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέλαθρος (< μέλαθρον «μέγαρο»), πρβλ. υψι μέλαθρος] … Dictionary of Greek
υψιμέλαθρος — ον, Α 1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυ μέλαθρος)] … Dictionary of Greek