- πολυ-δερκής
πολυ-δερκής, ές, viel schauend; φάος, Hes. O. 755; Πώς, 451; aber μορφή Nic. Ther. 209 ist zw. L., s. πολυδευκής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-δερκής, ές, viel schauend; φάος, Hes. O. 755; Πώς, 451; aber μορφή Nic. Ther. 209 ist zw. L., s. πολυδευκής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδερκής — ές, Α 1. αυτός που βλέπει πολύ ή μακριά 2. αυτός που βλέπει πολλά 3. (κατ άλλους) α) αυτός που γίνεται ορατός από πολλούς β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς φάος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δερκής (<… … Dictionary of Greek
οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… … Dictionary of Greek