- πολυ-αγάπητος
πολυ-αγάπητος, vielgeliebt, VLL. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-αγάπητος, vielgeliebt, VLL. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
μονάκριβος — η, ο (Μ μονάκριβος, η, ον) 1. (για παιδιά ή και γι αδέλφια) ένας και γι αυτό πολύ αγαπητός («κάποια νια πεντάμορφη, μονάκριβη δασκάλου θυγατέρα», Ζέρβ. λυρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθένας που είναι πολύ αγαπητός 3. (για πράγματα) μοναδικός («έχω ένα… … Dictionary of Greek
οικειοπόθητος — οἰκειοπόθητος, ον (Μ) αυτός που είναι αγαπητός σαν οικείος, σαν συγγενής, πολύ αγαπητός, πολύ ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + ποθητός] … Dictionary of Greek
πολυαγάπητος — η, ο / πολυαγάπητος, ον, ΝΜΑ, πολλοαγάπητος, ον, Α ο πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀγαπητός] … Dictionary of Greek
τρισέραστος — ον, Μ πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾱσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυ έραστος] … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
ολάκριβος — η, ο πολύ ακριβός, πολύτιμος, πολύ αγαπητός. επίρρ... ολάκριβα πολύ ακριβά, πολύτιμα, αγαπητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ακριβός] … Dictionary of Greek
πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… … Dictionary of Greek
ευήρατος — εὐήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek