- πολυ-μεγέθης
πολυ-μεγέθης, ες, sehr groß, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μεγέθης, ες, sehr groß, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμεγέθης — έγεθες, Α αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ισο μεγέθης] … Dictionary of Greek
μακρομεγέθης — μακρομεγέθης, ες (Α) πολύ μεγάλος σε μέγεθος, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μέγεθος (πρβλ. απειρο μεγέθης, ισο μεγέθης)] … Dictionary of Greek
υπερμεγέθης — υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος αρχ. (για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος. επίρρ... ὑπερμεγέθως ΜΑ με… … Dictionary of Greek
παμμεγέθης — παμμεγέθης, μέγεθος (ΑΜ) 1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μεγέθης (< μέγεθος)] … Dictionary of Greek