πολυ-νεικής

πολυ-νεικής

πολυ-νεικής, ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυνεικής — Γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο αδελφός του Ετεοκλής τον έδιωξε από τη Θήβα, κατέφυγε στο Άργος, όπου ο βασιλιάς Άδραστος του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αργία. Μονομάχησε για το θρόνο με τον αδελφό του Ετεοκλή, και σκοτώθηκαν και οι… …   Dictionary of Greek

  • ευνεικής — εὐνεικής, ές (Α) 1. αυτός που κρίνει, που αποφασίζει εύκολα για αγώνα 2. (για χρησμό) αυτός τού οποίου η σημασία εξηγείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεικής (< νείκος «διαμάχη, έριδα»), πρβλ. αμφι νεικής, πολυ νεικής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”