- πολυ-μεμφής
πολυ-μεμφής, ές, viel tadelnd, sp. D., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μεμφής, ές, viel tadelnd, sp. D., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμεμφής — ές, Α πολύ φιλόψογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο μεμφής] … Dictionary of Greek
περιμεμφής — ές, Α αυτός που μέμφεται πολύ, φιλόψογος, φιλοκατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μεμφής < μέμφομαι)] … Dictionary of Greek