- πολυ-νιφής
πολυ-νιφής, ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-νιφής, ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυνιφής — ές, Α αυτός που έχει πολλά χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο νιφής] … Dictionary of Greek