- πολυ-δράστεια
πολυ-δράστεια, ἡ, die Vielwirkende, Phurnut. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-δράστεια, ἡ, die Vielwirkende, Phurnut. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδράστεια — ἡ, Α αυτή που κατορθώνει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δράστεια (< δρῶ), πρβλ. αει δράστεια] … Dictionary of Greek