πολυ-κᾱής

πολυ-κᾱής

πολυ-κᾱής, ές, sehr brennend, erhitzend, ὄγκος, Leon. Tar. 64 (XII, 648).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκαής — ές, Α πολύ καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καής (< θ. καητού ε κάην, αόρ. τού καίω), πρβλ. δια καής] …   Dictionary of Greek

  • πυρικαής — ές, Α 1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται 2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καής (< θ. καη , πρβλ. αόρ. ἐ κάη ν τού καίω), πρβλ. ηλιο καής] …   Dictionary of Greek

  • περικαής — ές, Α 1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῑρα», Ιπποκρ.) 2. φρ. «περικαὴς θερμότης» ανυπόφορη θερμότητα. επίρρ... περικαῶς Α (ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός» μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”