- πολυ-κῡμία
πολυ-κῡμία, ἡ, Wogenmenge, Eust. 1537, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κῡμία, ἡ, Wogenmenge, Eust. 1537, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκυμία — ἡ, Μ πλήθος κυμάτων, πάρα πολλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κῦμα + κατάλ. ία (πρβλ. τρι κυμία)] … Dictionary of Greek
τρικυμία — η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα νεοελλ. μτφ. 1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ εκείνη την τρικυμιά, που μ άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.) 2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα») αρχ. 1. πολύ… … Dictionary of Greek