πολυ-κῡριότης

πολυ-κῡριότης

πολυ-κῡριότης, ητος, ἡ, = πολυκοιρανία, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκυριότης — ητος, ἡ, Μ η ύπαρξη πολλών κυρίων, πολλών εξουσιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυριότης (< κύριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”