- πολυ-είμων
πολυ-είμων, ον, von oder mit vielen Kleidern, κόσμος, Dionys. 2, v. l. πολυοίμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-είμων, ον, von oder mit vielen Kleidern, κόσμος, Dionys. 2, v. l. πολυοίμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
καλοείμων — καλοείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος, καλοφορεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
πολυείμων — και πολυοίμων, ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
ποικιλείμων — ον, ΜΑ αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος [τῶν ἄστρων]», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. πολυ είμων] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek