πολυ-κέλαδος

πολυ-κέλαδος

πολυ-κέλαδος, viel, weit, stark rauschend, Luc. Tragod. 118.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκέλαδος — η, ο / πολυκέλαδος, ον, ΝΑ αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, που αντηχεί μακριά νεοελλ. 1. (για πτηνό) αυτός που κελαηδάει πολύ 2. (για άνθρωπο) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κέλαδος (< κέλαδος, ὁ, «θόρυβος, ήχος»), πρβλ. καλλι… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”