πολυ-κοίλιος

πολυ-κοίλιος

πολυ-κοίλιος, mit vielen Höhlungen, Mägen, Arist. part. an. 3, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκοίλιος — ον, Α (για ζώο) αυτός που έχει πολλές κοιλιές, πολλά στομάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. μακρο κοίλιος] …   Dictionary of Greek

  • ευρυκοίλιος — εὐρυκοίλιος, ον (Α) 1. (για τη δεξιά κοιλία τής καρδιάς) πολύ κοίλη 2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευ κοίλιος, στενο κοίλιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”