πολυ-κοίμητος

πολυ-κοίμητος

πολυ-κοίμητος, viel od. fest schlafend, Schol. Aesch. Prom. 139.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοκοίμητος — ζωοκοίμητος, ον (Μ) μόνο στη φράση «ζωοκοίμητος μετάθεσις» (για την Παναγία) η μετάθεση της από τη ζωή στον θάνατο, η εν ζωή κοίμηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + κοιμητος (< κοιμώμαι), πρβλ. α κοίμητος, πολυ κοίμητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυκοίμητος — ον, Α αυτός που κοιμάται βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοίμητος (< κοιμῶμαι), πρβλ. κακο κοίμητος] …   Dictionary of Greek

  • μακροκοίμητος — μακροκοίμητος, ον (AM) αυτός που κοιμάται πολύ ή βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κοίμητος (< κοιμάομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”