- πολυ-γαμία
πολυ-γαμία, ἡ, Polygamie, das Leben od. die Verbindung mit mehreren Weibern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γαμία, ἡ, Polygamie, das Leben od. die Verbindung mit mehreren Weibern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεογαμία — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογαμία, ἡ (Α) 1. γάμος τών θεών 2. (στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
κρυφογαμία — κρυφογαμία, ἡ (Α) μυστικός γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + γαμία (< γάμος), πρβλ. μονο γαμία, πολυ γαμία] … Dictionary of Greek
πρωτογαμία — ἡ, Α (στους Ιουδαίους) τα προεόρτια τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. πολυ γαμία] … Dictionary of Greek
πυκνογαμία — ἡ, Α το να παντρεύεται κανείς συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. πολυ γαμία] … Dictionary of Greek
σπανογαμία — η, Ν βιολ. η σταδιακή μείωση τού αριθμού τών γόνιμων θηλυκών ατόμων σε έναν ζωικό πληθυσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. πολυ γαμία] … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek