- πολυ-γαμέω
πολυ-γαμέω, mehrere Weiber haben, mehrmals heirathen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γαμέω, mehrere Weiber haben, mehrmals heirathen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γαμιάς — ο (Μ γαμέας) [γαμέω] 1. ο φιλήδονος, αυτός που ρέπει στις ερωτικές περιπέτειες, ή αυτός που είναι ή θεωρείται πολύ ικανός ή ακόρεστος στη σεξουαλική πράξη 2. ο εραστής … Dictionary of Greek