πολυ-γενής

πολυ-γενής

πολυ-γενής, ές, von vielen, vielerlei Geschlechtern; Poll. 6, 171; Schol. Il. 2, 804.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομογενής — ές (ΑΜ ὁμογενής, ές) 1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής 2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον νεοελλ. 1. ομοιογενής, ομοιόμορφος 2.… …   Dictionary of Greek

  • πολυγενής — ές, Α αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • πυριγενής — και πυρογενής, ές, ΝΑ (για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη χρήση φωτιάς νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία 2. φρ. «πυριγενή πετρώματα» (πετρογρ.) παλαιότερη ονομασία τών …   Dictionary of Greek

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • φωτογενής — ές, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει φωτογένεια, τού οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο») μσν. αυτός που γεννήθηκε από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + γενής (< γένος <… …   Dictionary of Greek

  • κρυογονική — Κλάδος της εφαρμοσμένης και της θεωρητικής φυσικής. Ασχολείται με την παραγωγή και τη διατήρηση των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, συνήθως κάτω από 120°Κ (κρυογονικές θερμοκρασίες). Τα κύρια θέματα που απασχολούν την κ. είναι η υγροποίηση των αερίων …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • παλαιγενής — παλαιγενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια, υπέργηρως 2. πολύ παλαιός, παμπάλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γενής (< γένος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιογενής — ές (Α παλαιογενής, ές) αυτός που δημιουργήθηκε σε πολύ παλαιές εποχές, πανάρχαιος νεοελλ. φρ. «παλαιογενής περίοδος» ή απλώς «το παλαιογενές» γεωλ. η πιο παλαιά από τις δύο υποδιαιρέσεις τού καινοζωικού αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + γενής (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”