- πολυ-ειδήμων
πολυ-ειδήμων, ον, viel wissend, Sext. Emp. adv. gramm. 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ειδήμων, ον, viel wissend, Sext. Emp. adv. gramm. 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντειδήμων — ονος, ὁ, Α αυτός που γνωρίζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εἰδήμων (πρβλ. πολυ ειδήμων)] … Dictionary of Greek
πολυειδήμων — ον, Α αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής, πολύξερος («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται εἶναι τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εἰδήμων (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. παντ ειδήμων] … Dictionary of Greek