πολυ-κυλίνδητος

πολυ-κυλίνδητος

πολυ-κυλίνδητος, viel, oft gewälzt, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυκυλίνδητος — ον, Α αυτός που κυλιέται πολύ ή συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυλίνδητος (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. τρι κυλίνδητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”