πολυ-κτήμων

πολυ-κτήμων

πολυ-κτήμων, ον, von vielem Besitz, reich, begütert; Il. 5, 613; βίου, Eur. Ion 581; ἄνδρες, Soph. Ant. 835.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκτήμων — ύκτημον, ΜΑ αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία, ο πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτήμων (< κτῆμα < κτῶμαι), πρβλ. α κτήμων, βαθυ κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • κοινοκτήμων — ο, η αρσ. και κοινοκτήμονας αυτός που δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, αυτός που μετέχει στο σύστημα κοινοκτημοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων, φιλο κτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοκτήμων — ον (Α ὀλιγοκτήμων, ον) αυτός που έχει λίγα κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • παγκτήμων — παγκτήμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκτήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους σαράντα μάρτυρες, που είναι γνωστοί ως οι τεσσαράκοντα (M’) μάρτυρες οι εν Σεβάστεια. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα, στη Σεβάστεια, επί Λικινίου (307 – 323). Πέθαναν με… …   Dictionary of Greek

  • βαθυκτήμων — βαθυκτήμων, ον (Μ) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”