προς-βόρειος

προς-βόρειος

προς-βόρειος, gegen den Nordwind gelegen, ihm ausgesetzt, gegen Norden, Arist. H. A. 5, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βόρειος — α, ο (AM βόρειος, α, ον, Α και βορήιος, η, ον, ιων. τ.) [Βορέας] αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή είναι στραμμένος προς αυτόν ή, τέλος, προέρχεται απ αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια πλευρά του ναού», «βόρειος άνεμος») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • βόρειος — α, ο επίρρ. βόρεια,1. αυτός που βρίσκεται στο βορρά ή στρέφεται προς αυτόν ή προέρχεται απ’ αυτόν: Πολλές μελέτες για το κλίμα της Γης γίνονται στο βόρειο πόλο. 2. ως ουσ., ο κάτοικος βόρειων χωρών: Οι Βόρειοι περνούν τις καλοκαιρινές διακοπές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντβινά, Βόρειος — (ρωσ. Severnyaya Dvina). Ποταμός (1.302 χλμ.) της Ρωσίας, που εκβάλλει στη Λευκή θάλασσα. Σχηματίζεται στο Βελίκι Ουστγιούγκ, στα Β των Βόρειων Ουβάλι από τη συνένωση των ποταμών Σουχόνα και Γιουγκ· ρέει από τις πηγές του Σουχόνα με κύρια… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • πόλοι — Ονομάζονται π. τα σημεία στα οποία μια διάμετρος, κάθετη προς το επίπεδο ενός μεγίστου κύκλου μιας σφαίρας και διερχόμενη από το κέντρο της, συναντά την επιφάνεια της ίδιας σφαίρας. Υπάρχουν έτσι οι π. του Γαλαξία στο γαλαξιακό σύστημα, οι π. της …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”