- προς-βωθέω
προς-βωθέω, s. προςβοηϑέω, Her. 8, 144, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-βωθέω, s. προςβοηϑέω, Her. 8, 144, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… … Dictionary of Greek