- πολυ-βόητος
πολυ-βόητος, viel gerufen, sehr berühmt, Schol. Aesch. Suppl. 535.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βόητος, viel gerufen, sehr berühmt, Schol. Aesch. Suppl. 535.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβόητος — ον, Α (για πρόσ.) 1. αυτός που προκαλεί γύρω από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, περιβόητος 2. πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοητός (< βοῶ), πρβλ. περι βόητος] … Dictionary of Greek