- πολυ-βόειος
πολυ-βόειος, poet. πουλυβόειος, Qu. Sm. 3, 238, ἀσπίδα πουλυβοείαν, aus vielen Ochsenhäuten (βοεία) bestehend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βόειος, poet. πουλυβόειος, Qu. Sm. 3, 238, ἀσπίδα πουλυβοείαν, aus vielen Ochsenhäuten (βοεία) bestehend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβόειος — ον και επικ. τ. πολυβόειος, εία, ον, Α καλυμμένος με πολλά δέρματα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόειος (< βοῦς), πρβλ. αργι βόειος] … Dictionary of Greek
τετραβόειος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα βοδιού («σάκει ἴσα τετραβοείων», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόειος (< βοῦς), πρβλ. πολυ βόειος] … Dictionary of Greek