- πολυ-αρμόνιος
πολυ-αρμόνιος, mit vielen Stimmen, Melodieen, καὶ πολύχορδα ὄργανα, Plat. Rep. III, 399 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-αρμόνιος, mit vielen Stimmen, Melodieen, καὶ πολύχορδα ὄργανα, Plat. Rep. III, 399 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαρμόνιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει πολλές αρμονίες, πολύφωνος («πολυαρμόνια καὶ πολύχορδα όργανα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρμόνιος (< ἁρμονία), πρβλ. παν αρμόνιος] … Dictionary of Greek