- πολυ-βρόμος
πολυ-βρόμος, viel oder sehr tosend, Schol. Il. 13, 41 Erkl. von ἄβρομος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βρόμος, viel oder sehr tosend, Schol. Il. 13, 41 Erkl. von ἄβρομος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύβρομος — ον Α πολύ βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόμος «ισχυρός κρότος, βροντή» (< βρέμω), πρβλ. βαρύ βρομος] … Dictionary of Greek
βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… … Dictionary of Greek
μεγαλόβρομος — μεγαλόβρομος, ον (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρόμος (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. υψηλό βρομος] … Dictionary of Greek
βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… … Dictionary of Greek
ερίβρομος — ἐρίβρομος, ον (Α) 1. αυτός που φωνάζει δυνατά («εἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.) 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.) 3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο)… … Dictionary of Greek
αγριόβρομο — Φυτό γνωστό και με την επιστημονική ονομασία βρόμος ο στείρος. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστιδών και είναι μονοετής πόα, ύψους 20 80 εκ., με καλάμι όρθιο, λείο στην κορυφή, και φύλλα επίπεδα, μακριά. Φυτρώνει κατά μήκος των δρόμων και στα… … Dictionary of Greek