- πολυ-φήτωρ
πολυ-φήτωρ, ὁ, ἡ, = πολύφημος, Erkl. von ἀφήτωρ, Schol. Il. 9, 404.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φήτωρ, ὁ, ἡ, = πολύφημος, Erkl. von ἀφήτωρ, Schol. Il. 9, 404.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α προφήτης, μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φήτωρ (< φημί), πρβλ. ομο φήτωρ] … Dictionary of Greek